φυσιολογώ

φυσιολογώ
-έω, Α [φυσιολόγος]
1. διερευνώ τα φυσικά φαινόμενα και τα αίτιά τους
2. διατυπώνω ερμηνευτικές παρατηρήσεις με βάση τις φυσικές αρχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυσιολογῶ — φυσιολογέω discourse on nature pres subj act 1st sg (attic epic doric) φυσιολογέω discourse on nature pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγῳ — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • φυσιολόγημα — ήματος, τὸ, Α [φυσιολογῶ] διερεύνηση τής φύσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”